Ο Θέμος Κορνάρος στο γραφείο του Λένιν

Τίποτα δεν είδα στον κόσμο πιο αστραφτερό, πιο μεγαλόπρεπο, απ’ αυτή τη σεμνή φτώχεια της κατοικίας του Λένιν.

Στα πλαίσια του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια της Οχτωβριανής Επανάστασης παρουσιάζουμε ένα απόσπασμα από το ταξιδιωτικό βιβλίο του κομμουνιστή λογοτέχνη συγγραφέα Θέμου Κορνάρου «Οδός Προμηθέως με σκέψεις και εντυπώσεις του από την επίσκεψη του στο γραφείο του Λένιν στο Κρεμλίνο. Ο Κορνάρος εκτός από τη Σοβιετική ταξίδεψε και σε άλλες  χώρες (Κίνα, Ρουμανία, Βουλγαρία κ.ά.) και κατέγραψε τις εντυπώσεις του σε βιβλία.

Θέμος Κορνάρος, Οδός Προμηθέως. Ταξίδια.  Σοβιετική Ένωση, Ελβετία – Ρώμη, Βουλγαρία – Ρουμανία. Εκδόσεις Χρόνος – άπαντα- βιβλίο έβδομο, Αθήνα 1975, 4η έκδοση

100 Χρόνια Οχτωβριανή Επανάσταση

Ν’ αρχίσουμε από Κείνον που δε ζήτησε ποτέ τίποτα για τον εαυτό του. Μόνο ένα: Να πιστέψουν όλοι πως πίσω από τα βλέφαρά του, μες από το στήθος του, έβλεπε και παρακολουθούσε και υπαγόρευε τα πάντα η ίδια η Ρωσία!

Αυτός το πίστευε. Κι όταν ένας άνθρωπος πιστέψει τέτοιο πράμα, δε βρίσκει πια χαρά στο να παίρνει και να ζητάει, παρά στο να ξοδεύεται υπηρετώντας τον πλησίον. Το Λαό! Είναι αρχηγός, με έντονα υπογραμμισμένες τις μητρικές ιδιότητες της στοργής και της συμπόνιας.

Είτανε τρυφερός με τα παιδάκια, πιο τρυφερός ακόμη με τους συντρόφους του των σκληρών αγώνων, ευγενικός με τους δικούς του, καρτερικός κι ανεχτικός μ’ όλο τον κόσμο.

Είχε τα πάντα στα χέρια του, κι όμως το μερτικό του από τ’ αγαθά και τη χαρά δεν το κρατούσε. Ήθελε να το εισπράξει από τη χαρά των άλλων, μοιράζοντάς το σ’ όλους τους συνανθρώπους του…

Πορπατάω στους διαδρόμους του Κρεμλίνου και πάω σε κάποια γωνιά να βρω τα ίχνη απ’ το πέρασμά Του. Έδιωξε τα πολύτιμα χαλιά, τα βαρύτιμα έπιπλα, και γέμισε αυτούς τους διαδρόμους με βιβλιοθήκες βαριά φορτωμένες. Έδιωξε και τον α ν ε ύ θ υ ν ο άρχοντα και κάθησε Αυτός.

Τα χιλιομεταχειρισμένα βιβλία – τα πιο πολλά άδετα και κακοπαθημένα απ’ τη χρήση – αποδείχνουν πως στα παλάτια του Κρεμλίνου εγκαταστάθηκε υ π ε ύ θ υ ν ο ς άρχοντας. Η ίδια η ευθύνη, θα έλεγα.

Όσο προχωρείς πατώντας στ’ ακρονύχια, γροικάς μια φωνή που δεν ξέρεις αν έρχεται από μέσα σου ή αν είναι η φωνή της ατμόσφαιρας. Και ρωτάει: «Πας από περιέργεια ή από ανάγκη;»

Το μόνο που ξέρω είναι πως κρατάω την αναπνοή μου και προσπαθώ να είμαι πίσω πίσω απ’ την άλλη παρέα. Κρατάω ένα σημειωματάριο ανοιγμένο και το στυλό έτοιμο.

Ο Θέμος Κορνάρος στο γραφείο του Λένιν

Ο Θέμος Κορνάρος στο γραφείο του Λένιν, κρατώντας «ένα σημειωματάριο ανοιγμένο και το στυλό έτοιμο…»

Μπαίνοντας στο γραφείο του Λένιν, οι σημειώσεις σού είναι άχρηστες. Το περίγυρο σού επιβάλλεται κυριαρχικά. Τα πράματα λες κ’ είτανε φωτογραφημένα στη μνήμη σου από καιρό και χρειαζόταν απλώς ένας ειδικός θάλαμος για να γίνει η εμφάνιση κ’ η προβολή του φιλμ.

Το ρολόι του τοίχου σταματημένο στην ώρα οχτώ και τέταρτο. Το’ ξερα. Το είχα διαβάσει πολλές φορές. Ένα μικρό απλό γραφειάκι με πράσινη τσόχα, θυμίζει γραφείο δραστήριου και ταχτικού φοιτητή. Τα αντικείμενα που βρίσκονται απάνω, πολυμεταχειρισμένα. Πλήθος μολύβια μαύρα και κόκκινα, βασανισμένα. Ένα μεγάλο ψαλίδι κι αποκόμματα περιοδικών. Κι αυτά τα ήξερα. Μα κείνο που κυριαρχεί, είναι ένα κουτάκι που έχει μέσα δυό παλιές βίδες κι ένα σκουριασμένο παξιμάδι. Αυτά δεν τα ήξερα. Κάπου στο δρόμο τα είχε βρει και τα μάζεψε να μη χαθούνε…

Δυό τηλέφωνα παλιού τύπου, με τ’ ακουστικά ξεβαμμένα στο μέρος της επαφής με το μηχάνημα, σου φανερώνουνε πως αυτός που τα χρησιμοποιούσε δεν είχε καιρό να προσέξει στην τοποθέτηση.

Απ’ το παραθύρι βλέπεις τους τρούλους των οικοδομών του Κρεμλίνου, τα τείχη, στο βάθος απλωμένη τη Μόσχα, και πέρα μακριά απλώνεται η Ρωσία. Κι όλα, λες, σπίτια, χωράφια, τρούλοι, τείχη, όλη η χώρα, τεντώνονται, αποκρεμιούνται και περιμένουνε με κρατημένη την ανάσα ν’ ακούσουνε σωστά τις οδηγίες που δίνονται από κείνο τ’ απόμερο παραθύρι του Αρχηγού.

Σιγά σιγά χάνεις από την αίσθησή σου τα πράματα, το χώρο. Οι μνήμες κουβαλάν ανόμοια υλικά, κ’ η φαντασία σε παρασέρνει στις άπλες του χρόνου. Σου ξαναζωντανεύει τη σκηνή, τότε που απ’ αυτό το παραθύρι ο Λένιν πρόσεξε έναν άνθρωπο σε μια πλατεία του Κρεμλίνου να πορπατάει και να μιλάει μονάχος του. Κατέβηκε, κοντοζύγωσε κι άκουσε. Είταν ένας γέρος ναυτικός, που μιλούσε δυνατά για κάποια όνειρα.

– Καημένε, του λέει απλά ο Λένιν, αυτό κάνεις και συ!…

– Και συ ποιος είσαι; Τι δουλειά κάνεις;

– Την ίδια με σένα. Όνειρα φτιάχνω κι εγώ.

Συνεννοήθηκαν. Ο ναυτικός ενθουσιάστηκε που βρήκε παρέα. Καθήσανε  σ’ ένα πάγκο και μιλήσανε αρκετά. Ύστερα ο πρόεδρος γύρισε πίσω σε κείνο το μικρό γραφειάκι και συνέχισε να οικοδομεί το μεγάλο αύριο της χώρας. Το αύριο του κόσμου, σαν ο πιο υπεύθυνος καλλιτέχνης – δημιουργός.

Γι’ αυτό του χρειάζονται οι δυό πελώριοι χάρτες της Ρωσίας που κρέμονται στον τοίχο, απέναντί του. Απάνω τους μεταμόρφωνε τη χώρα. Έπειτα κρατούσε βιαστικές σημειώσεις, ψαλίδιζε εφημερίδες, μετακινούσε ποταμούς και λίμνες, έχτιζε πολιτείες, χωμένος σ’ αυτή τη στενή κόχη των απέραντων κι αστραφτερών αναχτόρων του Κρεμλίνου. Και στις έξι ακριβώς το απόγευμα, μάζευε τα χαρτιά του με τα σημειωμένα όνειρα, και πήγαινε να τα παραδώσει για να τα σπείρουνε στη Σιβηρία, στον Αρχάγγελο, στον Πόλο, στα πέρατα της χώρας. Αυτοί που θα τα έπαιρναν, τον περιμένανε στις έξι ακριβώς κάθε βράδυ. Άνοιγε μια μεγάλη μεσόπορτα απ’ το γραφείο του και παρουσιαζότανε σε μια πελώρια αίθουσα με πολυθρόνες γύρω από ’να μακρουλό τραπέζι. Εκεί κάθονταν, γι’ αυτό το ραντεβού, οι επίτροποι του Λαού. Οι υπουργοί του.

Ο Θέμος Κορνάρος στο γραφείο του Λένιν

«…οι δυο πελώριοι χάρτες της Ρωσίας που κρέμονται στον τοίχο, απέναντί του…» – Το γραφείο του Λένιν στο Κρεμλίνο.

Αυτό, κάθε μέρα. Από τα χαράματα ως τις έξι μελετούσε και ύφαινε όνειρα. Κι από τις έξι ως τα μεσάνυχτα με τους συνεργάτες του. Ως την ώρα που πήγαινε μια στοργική μανούλα – η γυναίκα του – και τον έπαιρνε σαν παιδάκι ως την κουζίνα που είτανε κ’ η τραπεζαρία του σπιτιού.

Ω! αυτή η κουζίνα του αρχηγού της Οχτωβριανής Επανάστασης!

Ένα μικρό τετράγωνο φτηνό τραπέζι με τέσσερις καρέκλες. Τα κατσαρόλια, τα σαμοβάρια και τα σερβίτσια, λες και τα ψώνισαν από κανένα φτηνό μαγαζί της οδού Αθηνάς, σε τιμή ευκαιρίας. Όλα παράταιρα, απ’ τα πιατικά ως τα ποτήρια. Κι όλα σου διηγούνται την ιστορία μιας άλλης κουζίνας πέρα στις ακρινές συνοικίες της Μόσχας. Όλα σου μιλάνε για τη μετακόμιση από κείνη την κουζίνα στα παραμυθένια ανάχτορα των τσάρων. Σ’ όλα, σα να είναι ηχογραφημένος ένας διάλογος ανάμεσα στο Λένιν και στη γυναίκα του. Και σύμφωνα μ’ αυτό το διάλογο «…πρέπει, παιδί μου, να μετακομίσουμε για να βρίσκομαι κοντά στη δουλειά μου. Για να μη σπαταλάμε καιρό με το πήγαιν’ έλα. Βρέθηκε μια γωνιά που δε θα σε τρομάξει. Κάνει και για μας και για τα πράματά μας. Είπα και βγάλανε ό,τι υπήρχε, ό,τι θύμιζε βασιλική ζωή. Θα μεταφέρουμε εκεί τα δικά μας τα πράματα. Είμαστε φτωχοί. Δε γίνεται ν’ αγοράσουμε σήμερα άλλα. Έπειτα τ’ αγαπάμε πια. Θυμάσαι με πόσες στερήσεις τ’ αγοράζαμε ένα ένα! Πώς να τ’ αποχωριστούμε; Είναι η ιστορία μας. Δεν πειράζει που θα γειτονέψουμε με τα πολύτιμα σκεύη και τα χρυσά κουτάλια. Εμείς θα κάνουμε τη δικιά μας κουζίνα, το δικό μας σπιτικό, για μας. Και για ένα μουσαφίρη ακόμη το πολύ πολύ».

Τίποτα δεν είδα στον κόσμο πιο αστραφτερό, πιο μεγαλόπρεπο, απ’ αυτή τη σεμνή φτώχεια της κατοικίας του Λένιν. Φτηνά σιδερένια κρεβάτια στα τρία δωμάτια. Το δικό του, της γυναίκας του, και της αδερφής του. Επίπλωση πέρα πέρα λαϊκού σπιτιού. Στις εταζέρες απάνω πρόχειρα κάδρα με φωτογραφίες της οικογένειας. Το πιο μεγάλο δωμάτιο, και το κάπως πιο άνετο, είναι της αδερφής. Κείνο που έχει πάρα πάνω από τ’ άλλα είναι ένα παραβάν, τοποθετημένο μπροστά στο κρεβάτι, ίσα ίσα για να μην έχεις την αίσθηση μιας σκέτης κρεβαροκάμαρας.

Ένας πολυμεταχειρισμένος χαρτοφύλακας – των εκατό δραχμών – στο δωμάτιο της γυναίκας του Λένιν. Είναι το δώρο του στη γιορτή της! Μ’ αυτόν έτρεχε πάντα, φορτωμένη χειρόγραφα, με τις έγνοιες, με τα όνειρα του πιο μεγάλου ανθρώπου της εποχής μας, που είχε την ευτυχία να βοηθάει με την άγρυπνη στοργή της.

Κι όμως, δυό βήματα μονάχα απ’ αυτή την απλή κατοικία, είναι τα γραφεία της τσαρίνας με την αφάνταστη μεγαλοπρέπεια, με το έξοχο γούστο και την ξέχειλη αφθονία πολύτιμων λίθων όπου κι αν ακουμπήσει η ματιά.

Τίποτε απ’ τον κόσμο, μήτε τα διαβάσματα μήτε η δουλειά μήτε η επαφή με τους ανθρώπους, δεν είχε ποτέ τέτοια ακαριαία επίδραση στη ζωή μου όσο αυτή η ευγενικιά και σεμνή φτώχεια του σπιτιού ενός πανίσχυρου Αρχηγού, που έμεινε πάντα σεμνός, ταπεινός κι ωραίος υπηρέτης του λαού του.

 

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: