Η εμπειρία της ΕΣΣΔ δείχνει ότι είναι δυνατό να ηττηθεί η μαζική πείνα

Οι λόγοι της πείνας δεν πρέπει ν’ αναζητηθούν ούτε στη «δημογραφική έκρηξη», ούτε στην πενιχρότητα της φύσης και τις συγκυριακές διακυμάνσεις της αγοράς, αλλά στα κοινωνικο-οικονομικά και κοινωνικο-πολιτικά φαινόμενα. Ο σοσιαλισμός γιάτρεψε μια για πάντα τη χώρα από την προαιώνια «αρρώστια του λαού».

Απόσπασμα από τη μπροσούρα “Η Σοβιετική Ένωση σήμερα και αύριο – Αγροτική Οικονομία”, του Λεβ Βοσκρεσένσκι (εκδ. Πρακτορείου Τύπου Νοβόστι, 1983).

Η στατιστική του ΟΗΕ μαρτυράει, ότι στην υδρόγειο κάθε δευτερόλεπτο πεθαίνει ένα άτομο από την πείνα. Σήμερα, στη δεκαετία του ’80, εποχή της επιστημονικό-τεχνικής επανάστασης 200 τουλάχιστον εκατομμύρια παιδιά σ’ ολόκληρο τον κόσμο πεινάνε και 460 εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από χρόνιο υποσιτισμό. Η πάλη με την πείνα είναι ένα από τα πιο φλέγοντα προβλήματα της εποχής μας.

Ανάλυση που πραγματοποιήθηκε το 1974 στην Παγκόσμια Διάσκεψη επισιτισμού της Ρώμης, βεβαίωσε, ότι οι λόγοι της πείνας δεν πρέπει ν’ αναζητηθούν ούτε στη «δημογραφική έκρηξη», ούτε στην πενιχρότητα της φύσης και τις συγκυριακές διακυμάνσεις της αγοράς, αλλά στα κοινωνικο-οικονομικά και κοινωνικο-πολιτικά φαινόμενα.

Η εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης δείχνει, ότι είναι δυνατό να ηττηθεί η μαζική πείνα και ν’ απομακρυνθεί αυτή η απειλή, κι αυτό μπορεί να γίνει γρήγορα, στη διάρκεια της ζωής μιας γενιάς ανθρώπων.

Σπάνια θυμούνται σήμερα — παρόλο που θ’ άξιζε να το θυμούνται — ότι η μαζική πείνα και οι επιδημίες που συνδέονταν μ’ αυτή αποτελούσαν μόνιμο και αναπόσπαστο στοιχείο της οικονομικής ζωής της Ρωσίας μέχρι την εποχή, κατά την οποία άρχισαν να πραγματοποιούνται οι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί στην αγροτική της οικονομία. Τον 18ο αιώνα υπήρξαν 34 χρόνια πείνας, τον 19ο αιώνα πάνω από 40 και στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1917, σημειώθηκαν 7 χρόνια πείνας.

Με την ίδια συνέπεια μεγάλωνε και η μαζικότητα της πείνας:

1880-1890 — στα άφορα χρόνια αυτής της δεκαετίας η πείνα ξαπλώθηκε από 6 μέχρι 18 νομούς.

1890-1900 — από 9 μέχρι 29.

1900-1910 — από 19 μέχρι 49.

Η χώρα, όπως έγραφε ο Ρώσσος καθηγητής Ταρασέβιτς, βρίσκονταν μόνιμα «σε κατάσταση «της αρρώστιας του λαού» — του υποσιτισμού». Να η επίσημη εκτίμηση του τσαρικού Υπουργείου Εσωτερικών (1908): «Η απειλή θανάτου από την πείνα είναι κάθε χρόνο πολύ πιθανή μοίρα για ένα μεγάλο αριθμό γεωργών της Ρωσσίας».

Το 1911-1912 η πείνα ξαπλώθηκε σε 60 νομούς. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους Ρώσους εμπόρους σιτηρών να εξάγουν κάθε χρόνο από 13,5 εκατ. τόνους σιτηρών, το ένα πέμπτο περίπου της μέσης ετήσιας παραγωγής. Σ’ αυτά ακριβώς τα χρόνια η Ρωσία έσπασε ρεκόρ: σ’ αυτή αντιστοιχούσε το ένα τέταρτο των παγκόσμιων εξαγωγών σιτηρών. Η πεινασμένη Ρωσία έτρεφε με ψωμί και βούτυρο την Ευρώπη και οι πλούσιοι τσιφλικάδες γίνονταν ακόμα πιο πλούσιοι. Προτιμούνταν όχι οι άνθρωποι, μα τα ζώα: στη Σιβηρία για παράδειγμα, το 1911 η κυβέρνηση παρείχε αρκετά μεγάλα δάνεια (μέχρι 30 ρούβλια για κάθε αγελάδα) για την αγορά ζωοτροφών, για να διατηρηθούν στο προηγούμενο επίπεδο οι εξαγωγές του σιβηριανού βούτυρου. Τα δάνεια όμως για τη διατροφή των ανθρώπων ήταν πρώτα-πρώτα μικρά, και δεύτερο, βραχυπρόθεσμα, και σε τελευταία ανάλυση οδηγούσαν στον εξανδραποδισμό των αγροτών. Το δάνειο, που έπαιρνε στο χρόνο ανόδου των τιμών των σιτηρών (λόγω της κακής σοδειάς) ο αγρότης μπορούσε να το επιστρέψει μόνο σε ένα χρόνο καλής σοδειάς, τότε όμως πέφτανε οι τιμές. Στην πράξη δηλαδή, για κάθε κιλό σταριού που αγόραζε ο αγρότης στο χρόνο της πείνας, όταν ξοφλούσε το δάνειο, έδινε τα χρήματα, που έβγαζε από την πούληση 3-4 κιλών. Ο μικροκτηματίας δημιουργούσε όλο και μεγαλύτερα χρέη.

Όλα τούτα τα γεγονότα από τη ζωή της προεπαναστατικής Ρωσίας ωφελεί να τα θυμόμαστε ακριβώς τώρα, γιατί στις μέρες μας εκατομμύρια πεινασμένοι του πλανήτη μας μπορούν να δουν σ’ αυτά, σα σε καθρέφτη, τη δική τους σημερινή μέρα.

Στην προεπαναστατική Ρωσία καταναλώνονταν κατά μέσο όρο 29 κιλά κρέας και 200 κιλά ψωμί κατά άτομο. Η παρατήρηση «κατά μέσο όρο» είναι πολύ σημαντική: οι αγρότες, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Ρωσίας, έτρωγαν πολύ λιγότερο κρέας από αυτό που πρόβλεπε η μέση νόρμα — μόνο 20 περίπου κιλά κατά άτομο κάθε χρόνο, και περισσότερο ψωμί από τα 200 κιλά, αν εννοείται το χρόνο εκείνο η σοδειά ήταν καλή, και υπήρχε αρκετό ψωμί.

Ο εμφύλιος πόλεμος (1918-1920), στη διάρκεια του οποίου η ρωσική αστική τάξη με τη βοήθεια των ξένων επεμβασιών προσπαθούσε να ξαναπάρει την εξουσία και να καταλύσει τις κατακτήσεις της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917, προξένησε στην αγροτική οικονομία, όπως και σ’ όλους τους άλλους κλάδους της οικονομίας, τεράστιες ζημιές.

Η συνολική παραγωγή σιτηρών το 1920 ήταν 45,2 εκατ. τόνοι (2,2 στατήρες κατά άτομο). Η ανομβρία του 1921 τη μείωσε μέχρι τα 36,2 εκατ. τόνους. Στη χώρα πεινούσαν 23 εκατομμύρια άτομα. Η κατάσταση σε ορισμένες περιοχές της χώρας ήταν πιο βαριά, από την κατάσταση που διαμορφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στις χώρες της Δυτικής Αφρικής, που υπόφεραν από την ανομβρία και την μαζική πείνα.

Η εμπειρία της ΕΣΣΔ δείχνει ότι είναι δυνατό να ηττηθεί η μαζική πείνα

Η εμπειρία της ΕΣΣΔ δείχνει ότι είναι δυνατό να ηττηθεί η μαζική πείνα

Στην ιστορία της χώρας μια τέτοια καταστροφή δεν επαναλήφθηκε, παρόλο που ανομβρίες υπήρξαν ακόμα και πιο μεγάλες. Το 1975 λόγου χάρη η παραγωγή σιτηρών ήταν μόνο 140 εκατ. τόνοι (το 1974— 195,7 εκατ. τόνοι, το 1976 — 223,8 εκατ. τόνοι), κι αυτή όμως η ποσότητα έφτασε για να εξασφαλιστεί πλήρως η χώρα με ψωμί.

Ο σοσιαλισμός γιάτρεψε μια για πάντα τη χώρα από την προαιώνια «αρρώστια του λαού».

Έτσι λοιπόν, ο πληθυσμός της ΕΣΣΔ έχει εξασφαλιστεί με ψωμί. Γιατί όμως η αύξηση της παραγωγής σιτηρών παραμένει όπως και προηγούμενα το πρόβλημα-κλειδί της αγροτικής οικονομίας;

Μπροστά στα μάτια μας συντελείται μια αλλαγή αρχών στο τρόπο ζωής των Σοβιετικών ανθρώπων, και μάλιστα στο τομέα, που διακρίνεται συνήθως από ιδιαίτερη σταθερότητα. Πρόκειται για τη δομή της διατροφής, που διαμορφώνεται επί αιώνες και παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη στη διάρκεια μιας μεγάλης χρονικής περιόδου.

Και πραγματικά, μπορούμε να συμβιβαστούμε πρόθυμα με το γεγονός, ότι η ιδιότροπη μόδα αλλάζει αρκετά γρήγορα την εξωτερική μας εμφάνιση και τις συνήθειες. Σε ό,τι όμως αφορά τη τροφή, το μενού της μέρας, το τρόπο διατροφής είμαστε συντηρητικοί.

Κοιτάξτε στα βιβλία για να δείτε τι έτρωγαν οι πρόγονοί σας; Σχεδόν, ότι τρώτε και σεις…

Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εφόσον στη Σοβιετική Ένωση η δομή της διατροφής άλλαξε σε μεγάλο βαθμό και αρκετά γρήγορα, στα χρόνια ζωής μιας μόνο γενιάς.

Οι Ρώσοι έχουν πληθώρα παροιμιών για τη «σι» (σούπα από φρέσκο είτε λάχανο τουρσί), την «κάσα» (είδος πιλαφιού) και ιδιαίτερα για το ψωμί. «Η «σι» και η «κάσα» είναι η τροφή μας», «Το ψωμί είναι η κεφαλή όλων», «Αν δεν υπάρχει ψωμί στο τραπέζι, αυτό είναι σκέτο σανίδι»… Το κρέας δεν υπάρχει καθόλου στο φολκλόρ. Οι Ρώσσοι έτρωγαν λίγο κρέας, τις γιορτές κατά κανόνα. Αυτό αφορά και πολλές άλλες εθνικότητες της χώρας μας.

Στα χρόνια της Σοβιετικής εξουσίας το ψωμί, η «κάσα» και οι πατάτες χάσανε την πρωταρχική τους σημασία στο καθημερινό διαιτολόγιο των ανθρώπων, και αυξήθηκε πολύ η κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων. Αυτό αφορά ιδιαίτερα την περίοδο μετά το 1965, όταν έτυχε επεξεργασίας και μπήκε σ’ ενέργεια η νέα αγροτική πολιτική, που αποσκοπούσε στη συνδυασμένη εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής. Οι αλλαγές που έγιναν είναι σημαντικές, οι επιστημονικά τεκμηριωμένες νόρμες διατροφής όμως απαιτούν μια πιο γρήγορη εκδήλωση της τάσης αυτής. Έχουμε ήδη φτάσει τη νόρμα κατανάλωσης ζάχαρης. Οι άνθρωποι πρέπει να τρώνε λιγότερα ζυμαρικά, και περισσότερο κρέας, γάλα, αυγά από σήμερα. Γι’ αυτό το λόγο η αύξηση της παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων στη Σοβιετική Ένωση θεωρείται σήμερα βασικό καθήκον της αγροτικής οικονομίας.

Πως εκπληρώνεται αυτό το καθήκον;

Υπενθυμίζουμε, ότι στις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξής τους τα κολχόζ και σοβχόζ έδιναν περισσότερη προσοχή στην παραγωγή σιτηρών και τεχνικών καλλιεργειών— βαμβακιού, ζαχαρότευτλων, ηλίανθου κλπ. Οι προσπάθειες του κοινωνικού τομέα της αγροτικής οικονομίας εξασφάλισαν τη χώρα με στάρι, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού, και επέτρεψαν το πέρασμα από τις εισαγωγές στις εξαγωγές βαμβακιού.

Δίνοντας στους αγρότες γη για τη δημιουργία του δικού τους βοηθητικού νοικοκυριού, το κράτος υπολόγιζε, ότι μέχρι ένα ορισμένο χρονικό διάστημα ο αγρότης όχι μόνο θα εφοδιάζει την οικογένειά του με κρέας και γάλα, μα και θα πουλάει τα περισσεύματα στην πόλη. Ο κοινωνικός τομέας δεν είχε τότε τις δυνατότητες να εφοδιάσει ολόκληρο τον πληθυσμό της χώρας με κτηνοτροφικά προϊόντα. Είναι δύσκολη υπόθεση να εκσυγχρονίσει κανείς ταυτόχρονα όλους τους κλάδους της αγροτικής οικονομίας.

Με την εδραίωση της υλικής και τεχνικής βάσης των κολχόζ και σοβχόζ άλλαξε η κατάσταση: ο κοινωνικός τομέας (κολχόζ και σοβχόζ) μετατράπηκε σε σημαντικό παραγωγό κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων.

Η παραγωγή κρέατος στην ΕΣΣΔ

(σε εκατ. τόνους)

1940        1965       1981

Στα νοικοκυριά όλων των κατηγοριών    4,7          10           15,2

Στον κοινωνικό τομέα                                 1,3          6              10,5

Στα βοηθητικά νοικοκυριά                         3,4         4              4,7

Η εντατική ανάπτυξη της κτηνοτροφίας πρέπει να στηρίζεται σε σταθερά θεμέλια: την σίγουρη βάση ζωοτροφών. Στο μεταξύ βάση των συνδυασμένων ζωοτροφών είναι τα δημητριακά.

Η ουσία δηλαδή, είναι ότι η χώρα πρέπει να διαθέτει αρκετή ποσότητα σιτηρών, για να εξασφαλίσει την γρήγορη αύξηση της παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων.

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: