«Διακοπές στον Καύκασο»

25 Οχτώβρη 1917. Αθόρυβα σαν λάδι απλώθηκε η σοβιετική εξουσία μέσα σε όλη τη Ρωσία. Μίνσκ, Βλαντίμιρ, Ιβάνοβο – Βοζνεσένσκ, Πσκώφ. Πιο γρήγορα απ’ τα ταχυδρομεία και απ’ τους σιδηρόδρομους έφτασε στα Ουράλια, στο Τασκέντ, και ως τις 18 του Νοέμβρη είχε φτάσει στο Βλαντιβοστόκ, απλώνονταν στη Σιβηρία…

«Διακοπές στον Καύκασο»

Οι Διακοπές στον Καύκασο είναι το δεύτερο βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου, της συγγραφέα της πασίγνωστης «Λωξάντρας». Η Μαρία Ιορδανίδου (1897-1989)  γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το καλοκαίρι του 1914 βρέθηκε στο Βατούμ για διακοπές, προσκεκλημένη ενός θείου της. Εκεί τη βρίσκει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και το ξέσπασμα της Οχτωβριανής Επανάστασης και εκεί θα μείνει τελικά αποκλεισμένη για πέντε χρόνια. Στο μυθιστόρημά της Διακοπές στον Καύκασο η συγγραφέας, μέσα από το πρόσωπο της Άννας, περιγράφει τη ζωή της αυτή την περίοδο. Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο.

100 χρόνια Οχτωβριανή Επανάσταση

…Το Σπίτι των Σοβιέτ ήτανε στολισμένο με κόκκινα λαδόπανα που κρέμουνταν απ’ τα παράθυρα, απ’ το μπαλκόνι και πάνω απ’ την είσοδο. Ένας πανύψηλος φαντάρος με κουρελιασμένη χλαίνη βαστούσε ένα χαρτί και διάβαζε δυνατά. Καμιά δεκαριά Στραβροπολίτες είχανε μαζευτεί γύρω του και άκουγαν. Στάθηκε και η Άννα με την Μαντάμ Φουρώ. Το ίδιο χαρτί ήτανε κολλημένο και έξω απ’ την πόρτα τους:

ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ!

Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΘΑΙΡΕΘΗΚΕ. Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΥ ΣΟΒΙΕΤ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΤΟΣΩΠΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΓΚΡΑΝΤ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΓΚΡΑΝΤ.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΓΩΝΙΣΤΗΚΕ Ο ΛΑΟΣ: ΑΜΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ, ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΓΗΣ, ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ  ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ  ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ – ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΗ.

ΖΗΤΩ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ, ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ!

Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ – ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΣΟΒΙΕΤ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΓΚΡΑΝΤ

25 Οχτώβρη 1917. Ώρα 10 π.μ.

– Ζήτω ! φώναξε η Άννα. «Πρόταση δημοκρατικής ειρήνης»! Τελείωσε ο πόλεμος! Ζήτω, Μαντάμ Φορώ, τελείωσε ο πόλεμος, φεύγω!

Αθόρυβα σαν λάδι απλώθηκε η σοβιετική εξουσία μέσα σε όλη τη Ρωσία. Μίνσκ, Βλαντίμιρ, Ιβάνοβο – Βοζνεσένσκ, Πσκώφ. Πιο γρήγορα απ’ τα ταχυδρομεία και απ’ τους σιδηρόδρομους έφτασε στα Ουράλια, στο Τασκέντ, και ως τις 18 του Νοέμβρη είχε φτάσει στο Βλαντιβοστόκ, απλώνονταν στη Σιβηρία.

Τι γίνεται; Θα παραδώσουν, λέει, τη Ρωσία στους Γερμανούς. Μην τους πιστεύετε. Αρνηθείτε ν’ αναγνωρίσετε την εξουσία τους!

Κυκλοφορούν όλων των ειδών οι φήμες και προκηρύξεις κολλιούνται στους τοίχους ή μοιράζονται σε φέιγ – βολάν. Βγήκαν πάλι στη μέση καλόγεροι που προφητεύουν τη συντέλεια του αιώνα. Χωρίζει λέει ο άγγελος τ’ αρνιά απ’ τα κατσίκια και βάζει σφραγίδες στα κούτελα.

Τι λένε; Είναι αλήθεια; Διαψεύσεις, εκκλήσεις, διατάγματα και πάλι διατάγματα.

«…Οι αυτόνομοι Δήμοι έχουν το δικαίωμα να επιτάσσουν όλες τις κατοικίες που δεν είναι κατειλημμένες ή δεν κατοικούνται…»

Και υπογράφει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού Βλαδίμηρος Ουλιάνωφ ( Λένιν).

Ο Ιβάν Νικήφοροβιτς, κουκουλωμένος πάνω απ’ το κεφάλι με την αλεπόγουνά του, δε θέλει να ξέρει τίποτα. Στέκεται η Ντουσιάνα ξυπόλητη μπροστά του βαστώντας στο χέρι της ένα χαρτί.

– Αφέντη, ένα χαρτί να υπογράψετε.

– Όξου από δω!

Στέκεται η Ντουνιάσα συλλογισμένη.

– Όξου, μωρή!

Η Ντουνιάσα δεν ξέρει τι να το κάνει το χαρτί, γιατί όταν το φέρανε είπανε πως πρέπει να το υπογράψει ο Ιβάν Νικήφοροβιτς.

– Όξου, λυκοφαγωμένη, που να σε φάει η λαύρα του διαβόλου!

– Τι να το κάνω το χαρτί;

– Να το χώσεις στον κώλο σου.

Και έξω απ’ τον τοίχο του Ιβάν Ιβάνοβιτς ένα ανθρωπάκι κοντό, βαστώντας τενεκεδάκι με κόλλα και βούρτσα στο χέρι του, κολλάει στον τοίχο άλλο χαρτί.

«…Όλες οι τάξεις και ταξικές διαιρέσεις, όλα τα προνόμια, όλες οι ταξικές οργανώσεις και θεσμοί τάξης και όλοι οι πολιτικοί τίτλοι καταργούνται… Οι περιουσίες και τα ταξικά ιδρύματα της ευγενείας παραδίδονται στα αυτόνομα Ζέμστβα. Οι περιουσίες των εμπόρων και της αστικής τάξης παραδίδονται στους αυτόνομους Δήμους…

Ο Πρόεδρος του ΤΣΙΚ (Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ) Σβερντλώφ, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού Β. Ουλιάνωφ ( Λένιν).»

Τη νύχτα οι δρόμοι θεοσκότεινοι. Κλοπές, διαρρήξεις, κλειδαμπαρωθείτε νωρίς στα σπίτια σας. Σαν πυρωμένη λάβα, μπουλούκι γυρίζουν απ’ τα μέτωπα της Γης οι κολασμένοι με τα σημάδια του κνούτου ακόμη απάνω στις πλάτες τους. Αυτοί δεν είναι πια τα καλοκάγαθα ρούσικα φανταράκια που φεύγαν τραγουδώντας για το μέτωπο. Είναι εξαγριωμένοι άντρες που βαστούν όπλο στο χέρι και που μάθαν να σκοτώνουν.

Στο Σπίτι του Σοβιέτ κάποιος στέκεται στο μπαλκόνι να μιλεί. Σωπάστε ν’ ακούσουμε τι λέει.

«…όλοι οι βαθμοί του στρατού καταργούνται…η χρήση τίτλων στις προφορικές σχέσεις καταργείται…όλα τα παράσημα, μετάλλια ή διακριτικά σημεία καταργούνται…»

– Δηλαδή;

– Τι δηλαδή;

– Δηλαδή μπορείς να παίζεις σβερκιές με το στρατηγό;

– Με ποιο στρατηγό, ρε, αφού στρατηγοί δεν υπάρχουν.

Το αγροτικό πρόβλημα το λύνουν με τον τρόπο τους οι φαντάροι γυρίζοντας απ’ τα μέτωπα. Μοιράζουνται  τα τσιφλίκια, δημεύουνε τις  σοδειές και τα ζώα, εκδικούνται τους γαιοκτήμονες. Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην γίνεται στην ύπαιθρο.

Και μέσα σ’ αυτή την κοσμοχαλασιά οι άνθρωποι εξακολουθούν να παντρεύονται και να γεννούν παιδιά, τα σαμοβάρια να στήνουνται στο τραπέζι, στο Πετρογκράντ η Καρσάβινα εξακολουθεί να χορεύει, ο Σαλιάπιν να τραγουδεί, ο Μέγιερχολντ να σκηνοθετεί. Στη Σταβροπόλ η Βραβάρα Βασίλιεβνα συγχύστηκε που έσταζε νερό πάνω στο τσαγαλί ατλάζι της πολυθρόνας της και το λέκιασε. Η Ελιζαβέτα Αλεξάντροβνα πολύ στεναχωριέται που δεν μπορεί να τελειώσει το εργόχειρό της. Ακόμη ένα ματσάκι πράσινο βερονέζε της χρειάζεται και δεν μπορεί να τόβρει. Ουφ, στο καλό, μ’ αυτές τις φασαρίες κλείσαν όλα τα μαγαζιά, αηδία έχουν καταντήσει. Η Λίζοτσκα τραβοκοπά τη Λίντοτσκα να πάνε να κόψουν βόλτες έξω απ’ το Σπίτι του Σοβιέτ όπου μπαινοβγαίνουνε βαρβάτα παλικάρια που φτάσανε προχτές εδώ.

-Μμ…μούρλια! Έλα, καημένη, πάμε να σεργιανίσουμε έξω, επανάσταση γίνεται.

Η Μαρία Νικολάεβνα ετοιμάζει φωλιά για να καθίσει κλώσσα τη λαχουράτη κότα της και λογαριάζει πως του χρόνου τέτοια εποχή θα γίνει ανάγκη να χτίσει άλλο ένα κοτέτσι.

Και η Άννα το χαβά της. Τρέχει πόρτα – πόρτα για να μάθει τι απόγινε με τον πόλεμο τώρα που ο Τρόσκυ έστειλε τηλεγράφημα σε όλες τις εμπόλεμες δυνάμεις για την υπογραφή της ανακωχής. Κοντεύουν άραγες ν’ ανοίξουνε στο Βόσπορο οι Συμπληγάδες Πέτρες;

Δηλαδή οι άνθρωποι δεν γνώστεψαν από την εποχή που ο ψωμάς εκείνος της Πομπηίας εξακολουθούσε να φουρνίζει τα ψωμιά του ενώ οι χείμαρροι της λάβας είχανε κιόλας φτάσει στα ριζά του Βεζούβιου.

Για την εθνικοποίηση των τραπεζών η Μαντάμ Φουρώ δεν άφησε την Άννα να πει λέξη στη Μαμζέλ Σελεστίν για να μην την συγχύσει. Και τη μάλωσε που όταν μπαίνει μέσα δε σφαλνά την ξώπορτα της αυλής. Ορίστε, μπήκε πάλι μέσα στην αυλή ένας ικέτης και προφητεύει το τέλος του κόσμου.

Allez, sortez, έξω, έξω ! φωνάζει χτυπώντας το τζάμι η Μαντάμ Φουρώ.

Αλλά ο ικέτης την κοιτάζει και εξακολουθεί:

– Και όστις ευρεθή εν τω αγρώ ας μη επιστρέψη οπίσω δια να λάβη τα ιμάτια αυτού. Ουαί δε εις τας εγκυμονούσας και τας θηλάζουσας εν εκείναις ταις ημέραις.

– Ω, merde! Κακός μπελάς κατάντησαν αυτοί οι κουρελήδες.

Και έτσι μπήκε ο Δεκέμβρης του 1917. Οι μέρες μικρές, όλα σκεπάστηκαν με χιόνι. Από κλαρί σε κλαρί πηδούνε οι κάργες και σε πασπαλίζουνε με χιονόσκονη. Τρίζει ο πάγος κάτω απ’ τα τακούνια των παπουτσιών, παγώνει η άχνη πάνω στο γιακά σου. Οι δρόμοι άδειοι. Τη νύχτα στους δρόμους βήματα ακούς και δεν ξέρεις ποιοι είναι αυτοί που περπατούν. Κόκκινοι φρουροί ή αδέσποτοι φαντάροι ή τρακαδόροι και αλητεία από τα καπηλειά του Πετρογκράντ, ή βαρυποινίτες από τις φυλακές του Βύμποργκ;

Κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει. Στα καλά καθούμενα, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα ουρλιαχτά και τουφεκιές. Τι είναι;

Silence! Σιωπή!

Η Μαντάμ Φουρώ βάζει ανάποδα τη ρόμπα της και τρέχει μέσα στο σκοτάδι να δει αν η ξώπορτα είναι αμπαρωμένη.

– Ντυθείτε, λέει, και καθήστε ντυμένες στα κρεβάτια σας γιατί έξω καρμανιόλα στήνουνε.

Ο νους της Μαντάμ Φουρώ δεν το χωρεί πως μπορεί να γίνει επανάσταση χωρίς να στηθεί η καρμανιόλα.

– 27 Τερμιντόρ! φωνάζει η Μαμζέλ Σελεστίν απ’ την κάμαρά της, και η Ζουζού, ακούγοντας τα γαβγίσματα του Ντρουζόκ από την αυλή, αρχίζει κι αυτή να γαβγίζει. Σιωπή, ανόητη!

– Θα είναι για τις εκλογές, λέει η Άννα που θυμήθηκε πως στα μέσα του Νοέμβρη είχανε γίνει εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση. Βγήκαν τ’ αποτελέσματα και γίνουνταν φασαρίες. Εγώ θυμούμαι τότες που ζούσαμε στον Πειραιά, κάθε φορά που βγαίνανε τ’ αποτελέσματα απ’ τις εκλογές είχαμε φασαρίες. Μια φορά τσακώθηκαν μπροστά στο σπίτι μας οι Κρητικοί με τους Μανιάτες και ένας Μανιάτης μαχαίρωσε έναν Κρητικό και η γιαγιά μου φώναζε «Σφαή! Σφαή! κλείστε τα παράθυρα!» και…

– Σώπα, Άννα, πάψε να μιλάς!

Ο εκνευρισμένος άνθρωπος δεν μπορεί ν’ ακούει φλυαρίες. Θέλει να φλυαρεί ο ίδιος.

Ως το πρωί βάσταξε αυτό το κακό. Κατά τα ξημερώματα άρχισε μεγάλο τουφεκοβόλι, και ύστερα καινούργιο κύμα από ουρλιαχτά.

Δυό μέρες και δυό νύχτες καθήσαν κλειδωμένες μέσα στο σπίτι τους και ευλογούσαν το Θεό που το σπίτι ήταν έτσι καλά προστατεμένο μέσα σ’ εκείνη την αυλή. Την Τρίτη μέρα κάπως ησύχασαν τα πράματα και ήρθε ο κακόμοιρος ο Ίγκορ. Ξυλιασμένος και μελανός από το κρύο. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και το θερμόμετρο είχε φτάσει στους 16 βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν. Τους έφερε μπλιγούρι και ένα κομμάτι κρέας παστό. Να κάτσουν μέσα, λέει, και να μην ξεμυτίσει κανείς, γιατί οι μεθυσμένοι ακόμα δε συνήλθαν. Λεηλατήθηκε το Διυλιστήριο βότκας. Οι αδέσποτοι φαντάροι κάναν γιουρούσι και πέσαν με τα μούτρα στα καζάνια της βότκας. Πολλοί πέσανε μέσα και πνιγήκανε, άλλοι σκορπίστηκαν στην πόλη και άρχισαν να λεηλατούν σπίτια. Το Διυλιστήριο το κάνανε μαντάρα.

– Κι εγώ νόμισα πως βγήκαν τ’ αποτελέσματα απ’ τη Συντακτική, είπε η Άννα.

– Τώρα τ’ αποτελέσματα, Άννουσκα! Μήνας πέρασε από τότες.

– Και καρμανιόλα δε στήνουνε; ρώτησε η Μαντάμ Φουρώ απογοητευμένη.

Ο Ίγκορ γέλασε. Του Ίγκορ το γέλιο άρχιζε απ’ τα μάτια του και ύστερα απλώνουνταν στο πρόσωπό του. Αχ, ας μπορούσαν να τον κρατήσουν εκείνο το βράδυ στο σπίτι τους. Ακτίνα ήλιου θύμιζε ο Ίγκορ.

– Μείνε, Ίγκορ, μαζί μας.

– Αδύνατο. Και οι γέροι μου τι θα γίνουν, κρεβατωμένους τους έχω και τους δυό. Καιρός είναι τώρα μουσαφιρλίκια; Και συ, Άννουσκα, να πάψεις τα σούρτα – φέρτα σου. Συλλήψεις γίνουνται έξω. Όλα αυτά τα έκτροπα τα προκαλούνε εσέροι και μενσεβίκοι που αντιδρούν. Μην τύχει και πατήσεις στου Ανατόλ Κουζμίτς και στης Αναστασία Μιχαήλοβνας το σπίτι.

– Και τα μαθήματά μου;

– Μα είσαι στα καλά σου; Εδώ η Γη αλλάζει όψη και συ μιλείς για μαθήματα; Φυσικά και οι δάσκαλοι τώρα αρχίσαν ν’ απεργούν. Όλοι οι διανοούμενοι θεωρούνται ύποπτοι, κούρνιασε μέσα και μη σαλεύεις(…)

Απ’ τις αρχές του 1917 η Στάβροπολ είχε αρχίσει ν’ αραιώνει. Πρώτοι ξεκοσκινίστηκαν οι τσαρικοί και όσοι είχανε σχέση μαζί τους. Σιγά-σιγά, ύστερα απ’ αυτό όλο το κέντρο της πόλης άδειαζε. Χάθηκαν απ’ τη μέση οι πιο πολλοί έμποροι, γιατροί και διανοούμενοι.

Οι ξένες δασκάλες εξαφανίστηκαν μονομιάς όπως οι κατσαρίδες στη σκοτεινή κουζίνα μόλις ανάψει το φως. Ως που να μπει η άνοιξη του 1918 δεν είχε απομείνει παρά μονάχα η Μαντάμ Φουρώ, που δήλωσε πως είναι οπαδός του Λένιν, η Μαμζέλ Σελεστίν, που ήταν πολύ γριά και δεν μπορούσε να ταξιδέψει, και η Άννα, που περίμενε ν΄ ανοίξουν τα στενά και ν΄ αρχίσουνε να μπαίνουν τα βαπόρια στη Μαύρη Θάλασσα.

– Κάτια, α Κάτια, ξαναλέει ο Ιβάν Ιγνάτιεβιτς, πρέπει να φύγουμε.

– Και πού να πάμε, ψυχούλα μου;

– Όπου φτάνει το μάτι του ανθρώπου. Στο εξωτερικό.

– Μέσα σε βάρκες και σε σκάφες; Η θέληση δικιά σας, πατερούλη μου, όμως εγώ δεν το κουνώ απ’ το σπίτι μου. Ό,τι είναι γραφτό να πάθει η Ρωσία, ας το πάθω κι εγώ.

Το είπε η κυρία Οτσκώφ και στρογγυλοκάθησε στον καναπέ της. Άλλωστε  η μπόρα λες και είχε ξεθυμάνει. Σχετική ησυχία στη Στάβροπολ. Οι αδέσποτοι φαντάροι κάπως συμμαζεύτηκαν, σουλουπώθηκαν, άδειασε η Πλατεία του Αγιαντρέα και τα στρατιωτικά είδη δεν πουλιούνται πια.

Απ’ τις αρχές του Απρίλη καθιερώθηκε η υποχρεωτική θητεία για τους εργάτες και τους ακτήμονες αγρότες. Κανένας αστός μέσα στον Κόκκινο Στρατό. Για να δημιουργήσει στελέχη ο Τρότσκυ διάλεξε λέει καμιά πενηνταριά αξιωματικούς του τσαρικού στρατού, προειδοποιώντας τους ότι σε περίπτωση προδοσίας κρατούσε τις οικογένειές τους για όμηρους. Και σε κάθε μονάδα του στρατού έβαλε από έναν πολιτικό επίτροπο.

Μέσα στη Στάβροπολ νέκρα, μόνο το Σπίτι του Σοβιέτ βράζει σαν κυψέλη. Περνούν απ’ έξω οι αραιοί διαβάτες και χαζεύουν το περίεργο φαινόμενο. Πολλές φορές στέκονται ν’ ακούσουν τον ομιλητή που είναι στο μπαλκόνι.

– Σύντροφοι! Είναι φυσικό ότι οι τσιφλικάδες, οι καπιταλιστές, οι ανώτεροι υπάλληλοι και τα κοπέλια τους αντιδρούνε. Οι εσέροι και μενσεβίκοι οργανώνουν λεηλασίες στα διυλιστήρια, στις κάβες και στις αποθήκες γιατί προσπαθούν να σπάσουν το ηθικό του επαναστατικού στρατού με το οινόπνευμα. Σύντροφοι! Η Οχτωβριανή Επανάσταση νίκησε, μα πρέπει να τη στερεώσουμε. Τους Λευκορώσους τους αρματώνει ο διεθνής καπιταλισμός. Θέλουνε ν΄ αποκόψουνε τον Καύκασο απ’ τη λοιπή Ρωσία. Θέλουνε τα πετρέλαιά μας…. Η Κόκκινη Φρουρά επαγρυπνεί. Έχουμε και τους εργάτες όλου του κόσμου με το μέρος μας. Ζήτω η Παγκόσμια Προλεταριακή Επανάσταση! Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός! 

 

Μαρίας Ιορδανίδου, Διακοπές στον Καύκασο, Βιβλιοπωλείον της  «Εστίας», Αθήνα 1982.

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: