Το τέλος του Γιάννη Σαλά, αρχηγού της ΑΣΟ και πολιτικού επιτρόπου του ΔΣΕ Σάμου

Η καταστροφή του αντάρτικου της Σάμου ολοκληρώθηκε με την άνανδρη και στυγερή δολοφονία του Πολιτικού Επιτρόπου του. Μα και η Ικαριά στο πρόσωπό του έχανε ένα από τα καλύτερα παιδιά της.

Η ζωή του Γιάννη Σαλά ήταν κατάστικτη από λαϊκούς αγώνες. Αρχηγός της περίφημης ΑΣΟ στη Μέση Ανατολή, που πρωταγωνίστησε στο κίνημα των δημοκρατικών αξιωματικών το 1943, πέρασε μεταπολεμικά μετά από ένα διάστημα κομματικής δουλειάς στον Πειραιά στη θέση του Πολιτικού Επιτρόπου στο ΔΣΕ Σάμου, όπου αγωνίστηκε ηρωϊκά και με ανιδιοτέλεια σε άνιση μάχη, δίνοντας τη ζωή του. Μια σύντομη ανασκόπηση της αγωνιστικής του δράσης και μια εκτενής περιγραφή του τραγικού του τέλους περιέχεται στο  βιβλίο του Αντώνη Καλαμπόγια, “Ικαρία ο Κόκκινος Βράχος”, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή

Πολιτικός Επίτροπος στη Σάμο ήταν ο Γιάννης Σαλάς που είχε τότε το βαθμό του αντισυνταγματάρχη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ο Σαλάς, παλιός αγωνιστής, γεννήθηκε στο Φραντάτο της Ικαριάς. Η φασιστική δικτατορία της 4ης Αυγούστου τον κυνήγησε με μανία. Πριν τη σύλληψή του, ο Σαλάς είχε τραυματιστεί μέσα στο χωριό του από τα όργανα του Μανιαδάκη. Αν και τον τραυμάτισαν, δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν τότε. Αργότερα, ωστόσο, ο Σαλάς, πιάστηκε από την Ασφάλεια και στάλθηκε στην Ακροναυπλία. Η κατάρρευση κι η Κατοχή βρήκαν το Σαλά στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου, απ’ όπου δραπέτευσε τον Απρίλη του 1941, κατέβηκε στην Ικαριά και από εκεί πέρασε στη Μέση Ανατολή. Στις 10 Οκτώβρη 1941 ιδρύθηκε η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ), μ’ επικεφαλης το Γιάννη Σαλά.

Τον Απρίλη-Μάη του 1943 δημιουργηθηκε το Κεντρικό Γραφείο των αντιφασιστικών οργανώσεων Μέσης Ανατολής με Γενικό Γραμματέα τον ίδιο.

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα από τα στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής -όπου τον είχαν ρίξει μαζί με την πλειοψηφία του ελληνικού στρατού Μέσης Ανατολής οι Έλληνες αντιδραστικοί με τους Άγγλους προστάτες τους, ο Σαλάς δούλεψε στον Πειραιά σε υπεύθυνη κομματική δουλειά.

Το Κόμμα αργότερα τον έστειλε στη Σάμο. Εδώ έμεινε ο Γιάννης Σαλάς και αγωνίστηκε, ώσπου έδωσε τη ζωή του για την υπόθεση της λευτεριάς του λαού και της δημοκρατίας.

Ο Γιάννης Σαλάς, σαν Ικαριώτης, ενδιαφέρθηκε αμέσως για να δει τους συντρόφους που προέρχονταν από την ιδιαίτερη πατρίδα του, να τους καλωσορίσει και να μάθει νέα από το χωριό.

Ήταν απλός και σεμνότατος. Με το χαρακτήρα του και την παληκαριά του, είχε κατακτήσει τις καρδιές των ανταρτών. Ίδιος στο χαρακτήρα ήταν και ο στρατιωτικός διοικητής του αντάρτικου, Γιάννης Μαλαγάρης. Με τα καλύτερα λόγια μιλούσαν οι αντάρτες για τους δυο καθοδηγητές τους. Για τους δυο “συνονόματους”.

(…)

Μετά την ήττα, δύο δρόμοι υπήρχαν για τα αντάρτικα των νησιών. Ή παράδοση ή συνέχιση ενός άνισου, απεγνωσμένου, ως το θάνατο αγώνα, χωρίς καμιά ελπίδα και διέξοδο. Μέσα διαφυγής από τη Σάμο δεν υπήρχαν.

Ο Σαλάς είχε επίγνωση της δραματικής θέσης του αντάρτικου και ιδιαίτερα της δικής του, που στις ώρες εκείνες δυσκόλευε και τις κινήσεις της φούχτα των ηρώων που είχαν απομείνει ζωντανοί γύρω του και που ήταν υποχρεωμένοι να τον κουβαλούν πολλές φορές στη ράχη τους.

Ίσως μια προσπάθεια να φύγει μόνος, με μια βάρκα δυο-τριών ανθρώπων για την Ικαριά να ήταν λύση για την ατομική του περίπτωση, όμως, ο Πολιτικός Επίτροπος Γιάννης Σαλάς το απέκλειε και σα σκέψη. Ο Γιάννης Σαλάς δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα κοίταζε να γλιτώσει τη ζωή του, εγκαταλείποντας τους συντρόφους του. Στάθηκε μαζί τους στις πιο δύσκολες στιγμές, στο ύψωμα Γκυναίοι, όταν είχε κυκλωθεί από τον εχθρό η πρώτη ένοπλη ομάδα της Σάμου. Τότε που ο αξέχαστος Γιάννης Μαλαγάρης, ο στρατιωτικός διοικητής, τραυματίστηκε. Σ’ εκείνη τη μάχη, ο Πολιτικός Επίτροπος βλέποντας τον κίνδυνο που απειλούσε το αντάρτικο στη γένεσή του, τράβηξε ολόρθος μπροστά, με το πιστόλι και τη χειροβομβίδα στο χέρι, αψηφώντας τον κίνδυνο. Ξεσήκωσε και έτσι έσπασαν τον κλοιό. Μαζί τους στάθηκε και τις μέρες των σκληρών μαχών στην Κέρκη και στον Καρβούνη. Μαζί τους έμεινε και τώρα, τις τελευταίες μέρες πριν την καταστροφή. Οι σύντροφοί του ξέρανε πως ο Επίτροπος μένει και θα μείνει μαζί τους, έστω και σε αυτήν την κατάσταση που βρίσκεται. Τον είχαν ελπίδα και στήριγμα. Στο πρόσωπό του βλέπανε τη δύναμη που τους κρατούσε ενωμένους. Μαζί του το άγχος γινόταν μικρότερο. Και τον κουβαλούσαν δίχως να βαρυγκομούν. Η αγάπη αυτή και η φήμη του, που απλώθηκε σε όλο το νησί εκείνες τις δύσκολες μέρες, έμεινε και μετά από το θάνατό του, σα θρύλος στα τραγούδια που του αφιέρωσε ο λαός.

Ο λαός της Σάμου τραγούδησε τους ξακουστούς “Γιαγάδες”. Το ίδιο τραγούδι το προσάρμοσε στ’ όνομα του Πολιτικού Επιτρόπου.

Στης Σάμου τα ψηλά βουνά
Στου Κέρκη τα λημέρια
Εκεί ξεχείμαζε ο Σαλάς

Η καταστροφή όμω ερχόταν ολοταχώς. Στην κατάσταση που υπήρχε, τίποτα δεν ήταν ικανό να την αποτρέψει. Τα τμήματα είχαν εξοντωθεί.

(…)

Το τέλος είχε έρθει και για το αντάρτικο της Σάμου. Οι φήμες και οι θρύλοι έδιναν και έπαιρναν για το ηρωικό πάλεμα των ανταρτών και για το τραγικό τέλος τους. Το τέλος αυτό έφτασε με το φόνο του αξέχαστου Σαλά, που το όνομά του ήταν δεμένο με τις πιο δύσκολες, μα και τις πιο ηρωικές σελίδες του κινήματος στο νησί και στη Μέση Ανατολή.

Πριν τον επίλογο της καταστροφής, ο Σαλάς είχε μείνει πια μόνος με το γιατρό, τη νοσοκόμα του κι έναν αντάρτη. Χρέη γιατρού έκανε ο φοιτητής της Ιατρικής Καρούσος και νοσοκόμας η Έλλη. Ο αντάρτης έκανε το σύνδεσμο. Ο Σαλάς βρισκόταν πάλι σε αδιάκοπες κρίσεις της αρρώστιας του. Ήταν δύσκολο να κοιμηθεί και να μένει πια στο νησί. Εξάλλου, το να μένει εκεί δεν είχε πια κανένα νόημα. Από καιρό δεν είχαν μείνει παρά μερικές μικροομάδες κυνηγημένες από βουνό σε βουνό και από κλαρί σε κλαρί. Ο Σαλάς κατέληξε στην απόφαση να οργανώσει τη φυγή του από το νησί. Ο αντάρτης σύνδεσμος δε γύρισε από μια αποστολή που τον έστειλαν. Πιάστηκε αιχμάλωτος. Έμειναν η “νοσοκόμα” και ο γιατρός. Από τους δυο, ο κλήρος έλαχε στην κοπέλα.

“Κλήρος” είναι μια κουβέντα. Κανένας κλήρος δε ρίχτηκε. Το πράγμα το συζήτησαν. Η κοπέλα ήταν εκείνη που ήξερε τα μέρη, είχε γνωστούς και σα γυναίκα μπορούσε να κινηθεί εύκολα. Λίγοι από την πόλη ξέρανε πως βρισκόταν στο βουνό. Νόμιζαν ότι βρίσκεται στην Αθήνα. Συζήτησαν, λοιπόν, και η κοπέλα προσφέρθηκε πρόθυμα. Όλοι οι ενδοιασμοί του Επιτρόπου παραμερίστηκαν από την προθυμία και τα επιχειρήματα της κοπέλας, κι έπειτα, πάντα είχε σταθεί παληκάρι κι έδειχνε μια ιδιαίτερη αφοσίωση στους αντάρτες και τον Επίτροπο. Δεν είχε παρουσιάσει κανένα σοβαρό σημάδι φόβου ή απόγνωσης. Έφυγε κι είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη ότι, αν δε συμβεί κανένα απρόοπτο, η Έλλη θα γύριζε μια είδηση -ή σωτηρίας ή καταδίκης τους.

Την ξεπροβόδισαν και περίμεναν. Μα η κοπέλα δε γύρισε. Το Σαλά μαζί με το φοιτητή Καρούσο τους έπιασαν ενώ κοιμούνταν. Τι είχε συμβεί; Πολλές φήμες έχουν κυκλοφορήσει. Μια από αυτές μιλούσε για κάποιον έρωτα που γεννήθηκε στην καρδιά της κοπέλας, στις δύσκολες μέρες που έμεινε να περιποιείται τον άρρωστο Πολιτικό Επίτροπο. Όλα, βέβαια, είναι δυνατά. Μια νέα κοπέλα, αντάρτισσα, με ιδέες επαναστατικές, που έβλεπε μπροστά της το ίνδαλμά της ζωντανό, μπορούσε να το ερωτευτεί. Μπορούσε η στοργή προς τον άγνωστο να μεταβληθεί σε αγάπη. Αφορμή σε αυτές τις υποθέσεις έδωσε ίσως η στοργή και ευαισθησία που έδειχνε η Έλλη για τον άρρωστο Επίτροπο. Στις ώρες που του ‘ρχονταν κρίσεις της αρρώστιας, την έβλεπαν συχνά να χύνει δάκρυα. Άλλες φορές την έβρισκαν μόνη να κλαίει και όταν την ρωτούσαν γιατί, έλεγε πως έκλαιγε γιατί ο “Επίτροπος είναι πολύ άσχημα”.

Η υπόθεση της αγάπης συνδυάστηκε αργότερα με μια εκδοχή πως τάχα η κοπέλα δε βρήκε ανταπόκριση και η αγάπη της μετατράπηκε με τον καιρό σε μίσος. Όλα αυτά, υποθέσεις και φήμες. Αυτήν την κοπέλα όμως δεν μπορεί κανείς σίγουρα να την καταδικάσει. Πολύ λογικά μπορεί να μην έχει κανένα φταίξιμο. Είναι, άλλωστε, πολύ σημαντικό εκείνο που μαθεύτηκε αργότερα: η Έλλη πιάστηκε. Την είχε προδώσει ο άνθρωπος στον οποίο αποτάθηκε για βάρκα. Τι έγινε πιο πέρα; Ως την ώρα δεν έχει εξακριβωθεί.

Ο Επίτροπος, κατάκοιτος, πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με το φοιτητή της Ιατρικής, Σαράντη Καρούσο. Στο δρόμο, ο φοιτητής ζήτησε σε μια βρύση να πιει νερό και, καθώς έπινε, τον σκότωσαν από πίσω με μια σφαίρα στον τράχηλο. Στον Πολιτικό Επίτροπο Σαλά επιφύλαξαν θάνατο πιο τραγικό.

Τον έδεσαν ζωντανό πίσω από ένα τανκ και τον έσερναν έτσι, ώσπου τον κατέβασαν νεκρό και κομματιασμένο στο Βαθύ, όπου τον έκθεσαν σε κοινή θέα για να τρομοκρατήσουν ακόμα περισσότερο το λαό.

Ο θάνατος του Πολιτικού Επιτρόπου Γιάννη Σαλά γιόμισε πίκρα όσους τον γνώρισαν, μα και όλο το λαό.

Το ΚΚΕ έχασε έναν αφοσιωμένο αγωνιστή, εξαιρετικά ικανό, με ήθος και κομματικότητα, ένα στέλεχος που διέθεσε ολόκληρη τη ζωή του για την υπόθεση του Κόμματος, παλεύοντας πάντα με παραδειγματικό ηρωισμό και αυτοθυσία στις πρώτες γραμμές του αγώνα.

Η καταστροφή του αντάρτικου της Σάμου ολοκληρώθηκε με την άνανδρη και στυγερή δολοφονία του Πολιτικού Επιτρόπου του. Μα και η Ικαριά στο πρόσωπό του έχανε ένα από τα καλύτερα παιδιά της.

Οι σύντροφοι που έμειναν στην Ικαριά δεν είχαν να περιμένουν τίποτα πια από τη Σάμο. Ο άνθρωπος στον οποίο στήριζαν μεγάλες ελπίδες δεν υπήρχε πια. Έδωσε τη ζωή του για την ιερή υπόθεση του λαού. Θα στέκει για πάντα παράδειγμα φωτεινό και μεγάλο για όλους τους συμπατριώτες και αγωνιστές του.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: