“Καλώς ορίσατε” – Τραγούδι ενός Μακρονησιώτη σε Σοβιετικούς ναύτες

Ω! Ναι, είναι δυνατός ο αιώνας μας, σύντροφοι, που τον γέννησε η ζωή στην παλάμη του Λένιν και τούδωσε το όνομα του Στάλιν.

Η σκληρή ζωή της εξορίας όπως είναι γνωστό έδωσε σε πολλούς, επώνυμους κι ανώνυμους ποιητές έμπνευση για να καταγράψουν όσα ζούσαν οι ίδιοι και οι σύντροφοί τους. Μέσα στο σκοτάδι της πείνας, της δίψας και των βασανιστηρίων, η παραμικρή ένδειξη ελπίδας μπορούσε να γίνει αφορμή για τραγούδι. Μια τέτοια περίπτωση είναι το “Καλώς ορίσατε”, που έγραψε ένας ανώνυμος Μακρονησιώτης για τους ναύτες σοβιετικού καραβιού, η κόκκινη σημαία του οποίου πλάι στο κολαστήριο, γέννησε στην καρδιά του χαρά και νέα πίστη στον σκοπό για τον οποίο υπέμενε όλη αυτή τη φρίκη. Το ποίημα δημοσιεύτηκε στον Γ΄τόμο της έκδοσης της Σύγχρονης Εποχής “Μακρόνησος, ιστορικός τόπος”, με διατήρηση της ορθογραφίας του πρωτοτύπου, όπως βρίσκεται στο αρχείο του ΚΚΕ:

Καλώς ορίσατε

Τα κύματα που σήκωσε η πλώρη σας,
σα χάδια σα φιλήματα
χάιδεψαν τον τυρρανισμένο μας βράχο.

Ο αγέρας της Ελλάδας,
που ‘παιξε θλιβερούς σκοπούς,
σφυρίζοντας στα κάγκελα της φυλακής μας
τραγούδια χαρούμενα,
κάνοντας τα ξάρτια σας χορδές.

Τριάντα άνθρωποι
κατάκορφα στο βράχο
δεμένοι στους σιδερένια πάσσαλους,
χτυπημένοι απ’το μαστίγι του δήμιου και τις καυτές αχτίδες του ήλιος
που γίνανε κι αυτές μαστίγι,
σας αγναντέψαμε, αδέλφια.

Μα σεις περάσατε τόσο μακριά
κι ίσως νομίσατε, πως βλέπατε
τριάντα αιώνες αρχαίου ναού.

Όχι! Είμαστε τριάντα αδέλφια σας,
δεμένοι κατάκορφα στο βράχο,
ένα δάσος από ανθρώπινα κορμιά,
που το φύτεψε η Ουόλ-Στριτ
και πίνει το παγωμένο κοκτέηλ της
κάτω απ’τη σκιά του
την ώρα που η φωνή μας σαν πίδακας ακοντίζει τον ουρανό.
Νερό! Νερό! Νερό!
Είμαστε σαν ένα καραβάνι
καταμεσής στην έρημο του Μακρονιησιού,
η δίψα τους σκοτώνει
έναν έναν τους δικούς μας,
οι άλλοι τραβάμε τη στράτα που διαλέξαμε,
και το καράβι σας
σαν όαση ξεπρόβαλε στο δρόμο μας.

Είμαστε σαν σχεδίες,
που παλεύουν μες το μαύρο ωκεανό,
τα κύματα αρπάζουν
έναν έναν τους δικούς μας
οι άλλοι ταξιδεύουμε
για το λιμάνι της αυγής
κι η σημαία σας
σαν κόκκινος γλάρος μας μήνυσε
πως κάπου κοντά ειν’η στεριά.

Πόσα χρόνια, πόσα χρόνια
διψούσε η καρδιά μας
μια τέτοια συνάντηση
Και σεις περνάτε τώρα απ’τα νερά μας
και μεις δεν έχουμε τίποτα,
τίποτα
να σας κεράσουμε, αδέλφια,
εσάς, τα παιδιά της μεγάλης γης,
που η Ελλάδα δε θα μπορούσε
να γράψει όλα τα φχαριστώ
των ανθρώπων της σ’αυτήν
ακόκαμ κι αν έκανε
όλα τα φύλλα των δένδρων της
σελίδες
κι όλο της το γαλάζιο πέλαγος
μελάνι.

Πόσα χρόνια, πόσα χρόνια
διψούσε η καρδιά μας
για μια τέτοια συνάντηση
και σεις περνάτε τώα
απ’τα νερά μας
και μεις δεν έχουμε τίποτα,
τίποτα να σας κεράσουμε αδέλφια.

Είχε κάποτε η Ελλάδα
ανθρώπους, που βγαίνανε στο δρόμο
να καλωσορίσουνε τους φίλους
μ’ένα ταγάρι γιομάτο
στρογγυλές ελιές και ξανθά πορτοκάλια
και τώρα οι δρόμοι ρήμωσαν,
μονάχα οι δήμιοι γυρίζουν
με τους γυλιούς γιομάτους στρογγυλές σφαίρες
και χειροβομβίδες.

Είχε κάποτε η Ελλάδα
πλαγιές, που τις γαλήνευε
η τσομπάνικη φλογέρ
και τα γλυκόλαλα κουδούνια
των κοπαδιών,
μα τώρα τις πλαγιές τις αγριεύουν
οι κάννες των δημίων
και το κουδούνισμα της αλυσίδας
στο λαιμό των ανθρώπων,
που σαν κοπάδια τους φέρνουν στη σφαγή.

Είχε κάποτες η Ελλάδα
γέρους νιοκάμωτος αμπελουργούς,
που σου μιλάγανε γελώντας,
για το άλικο κρασί
του φρεσκοτρύγητου αμπελιού τους.
Τώρα έχει μονάχα
κάτι χαροσημάδευτους γονιούς
που σου μιλάνε κλαίγοντας
για το άλικο αίμα των σκοτωμένων παιδιών τους.

Είχε κάποτες η Ελλάδα
τον ασπρομάρμαρο Παρθενώνα,
που σαν ασπρόμαλλος παππούς
έσκυβε πάνω απ΄την Αθήνα
και της μίλαγε για την ευγενική του νιότη,
τώρα τριγυρισμένος
απ’τις ρεκλάμες της κόκα-κόλα
σαν τα μπάρι του Σικάγου
βλέπει την Αμερική να χορεύει
το ξέφρενο σουίνγκ της
μεθυσμένη απ’το αίμα της Ελλάδας.

Ήταν κάποτε η Πατρίδας μας,
ένα κροντήρι αρχαϊκό,
σκαλισμένο στο μάρμαρο
γιομάτο απ’το χρυσό φως τ’ουρανού της,
που σαν το μυθικό νέκταρ
έδινε δύναμη στο αίμα των ανθρώπων.

Ήταν ένα πλατύφυλλο
φιλόξενο πλατάνι,
για να ξεκουράζεται στον ίσκιο του ο διαβάτης.
Μα τα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό
και φωτιά έκαψε το πλατάνι.

Όλα τα κλέψανε, όλα τα κάψανε,
έξω απ’την καρδιά μας.
Αυτή ναι-
δεν την μάρανε η φωτιά τους
Αυτή ναι,
δεν την κάνανε ποτέ δικιά τους.
Η καρδιά μας
σαν κόκκινο τριαντάφυλλο της ειρήνης ανθίζει πάνω σε τούτο το βράχο.

Ας ρίξουν, όση φωτιά μπορούν, ας ρίξουν,
οι ρίζες της
φτάνουνε τόσο μακριά
όσο κι η σκέψη μας.
Φτάνουν εκεί, που τραγουδάει ο Βόλγας
και σαν αμέτρητα κανάλια
κουβαλάνε το νερό του
ως εδώ.

Η καρδιάς μας σαν κόκκινος φάρος της ειρήνης
τοξεύει το φως της από τούτο το βράχο.

Ας ρίξουν ολόθενε σκοτάδι, ας ρίξουν,
οι ρίζες της
φτάνουν τόσο μακριά,
όσο και τα όνειρά μας,
φτάνουν εκεί που μουγκρίζουν
οι γεννήτριες του Δνεπροστρόι
και σαν αμέτρητα καλώδια
κουβαλάνε αμέτρητα κιλοβάτ
ως εδώ.

Η καρδιά μας,
ασώπαστο μεγάφωνο της ειρήνης,
σκορπίζει τα τραγούδια της από τούτο το βράχο.
Ας φιμώνουν τα στόματα μας οι εχτροί,
οι ρίζες της καρδιάς μας
φτάνουνε τόσο μακριά
όσο και οι ελπίδες μας,
ως το μεγάλο σπίτι της ειρήνης, στη Μόσχα,
και σαν αμέτρητα καλώδια
κουβαλάνε χιλιάδες τραγούδια ως εδώ.

Απ’αυτή την καρδιά,
πούναι το ελεύτερο έδαφος της Ελλάδας,
σας φωνάζουμε:
Καλώς ορίσατε, αδέλφια,
καλώς όρισε η χαρά που μας φέρατε
Είχαμε τόσο καιρό να πούμε
καλώς όρισες,
είχαμε ξεχάσει τούτη τη λέξη
πάνω σε τούτο το βράχο,
που χρόνια τώρα
δεν είδα άλλον επισκέφτη
απ’τον θάνατο.

Καλώς ήρθε, αδέλφια, το καράβι σας
η αυλακιά, που άνοιξε
στη θάλασσα.
Μας θύμισε
τις αυλακιές των χωραφιών μας,
που κάποτε θα τα οργώσει
τ’αλέτρι της ειρήνης.

Καλώς ήρθε η κόκκινη σημαία
στον αγέρα μας.
Μας θύμισε
τα κόκκινα μαντήλια των μανάδων μας,
που κάποτε θα καλωσορίσουν το γυρισμό μας
από το ακρογιάλι του τόπου μας.

Καλώς ήρθε ο καπνός του φουγάρου σας
στον ουρανό.
Μας θύμισε
την καμινάδα του πατρικού σπιτιού,
που κάποτε θα καπνίσει.

Καλώς ήρθαν οι άσπροι αφροί,
που σήκωσε το καράβι σας.
Μας θύμισαν
τα λευκά κρίνα των βουνών,
που κάποτε θα τα μαζέψουμε,
για να στολίσουμε τα μαλλιά των κοριτσιών μας.

 

Καλώς ορίσατε, αδέλφια.
Τούτη τη λέξη σας τη λέμε κρυφά,
όπως ο στρατιώτης στο γράμμα, που τούρθε στο χαράκωμα
όπως θα το πει η σφυριά στ’αμόνι
και τα θρανία στα παιδιά μας.

Καλώς ήρθε η χαρά, που μας φέρατε.
Χρόνια τώρα μας χτυπάει ο θάνατος
κι ήρθατε εσείς
και μας χάιδεψε η ζωή.

Χρόνια τώρα
αντικρίζουμε το σκυθρωπό πρόσωπο του δήμιου,
το πρόσωπο του Μεσαίωνα,
κι ήρθατε εσείς,
και αντικρίσαμε στα γελαστά πρόσωπά σας
το πρόσωπο του αιώνα μας.

Ω! Ναι, είναι δυνατός ο αιώνας μας,
σύντροφοι,
ατσάλινος σαν την πλώρη του καραβιού σας
νικάει τα κύματα,
ατέλειωτος σαν το Βόλγα σας.
Νικάει τις έρημες,
αμέτρητος σαν τα εκατομμύρια των ανθρώπων,
νικάει το σκοτάδι.

Ω! Ναι, είναι δυνατός ο αιώνας μας,
σύντροφοι,
που τον γέννησε η ζωή στην παλάμη του Λένιν
και τούδωσε το όνομα
του Στάλιν.

Είναι δυνατός ο αιώνας μας σύντροφοι,
τόσο δυνατός, που να μπορούμε εμείς
ν’αψηφάμε το θάνατο
και να δίνουμε το αίμα μας,
για να του πει κάποτε
κι η Ελλάδα
Καλώς όρισες!

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ

 

.

 

 

 

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: